- Νυσηίδες
- Νυσηΐδες, αἱ (Α) [Νυσήϊος]Νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, με τον οποίο απεικονίζονται συνήθως σε αγγεία, ανάγλυφα κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νύσιος — Νύσιος, ία, ον (Α) [Νύσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο 2. (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ νύσιος το φυτό κισσός 3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» οι Νυσηίδες* … Dictionary of Greek